Τα Μάγδαλα είναι όνομα από μέταλλο βαρύ. Η ακουστική τους δονεί όπως οι μύδροι στα μυδράλια. Και η οπτική τους δένει το μάλαμα στο λεπτό μείγμα, το αμάλγαμα που βρίσκεται ανάμεσα στα μάγουλα του κοριτσιού και στα ζυγωματικά της ιεροδούλου.
Και η Μαγδαληνή είναι η νύφη στα νερά. Συντροφιά με Νημερτή και Κυμοθόη, με Δωτώ και Πρωτώ, με Δεξαμένη και Φέρουσα. Είναι η συνοδός και η συμβολή σε πολιτείες και πύλες παλαιές. Το Δίπυλο, η Τρίπολη, η Πεντάπολη, το Σεπτιμόντο, ο Επτάλοφος.
Στην μορφή της Μαγδαληνής συρρέουν και ορχούνται όλες οι θεμελιώδεις κατηγορίες του θηλυκού στη διαλεκτική του με τον άνδρα:
Η άγια μητέρα Ιοκάστη. Η σταμνοφόρος στο φιλιατρό του πηγαδιού. Η μοιχαλίδα, που κυνηγιέται να λιθασθεί από τον όχλο στην πλατιά ρούγα. Η πόρνη στο πανδοχείο της νύχτας, που δίνει τους μαύρους κρίκους των ματιών της, για να πάρει τα δηνάρια του στρατιώτη της λεγεώνας των Αγριοχοίρων. Η μυροφόρος, όταν πλένει με αλόη τα πόδια του άντρα εραστή, και τα σπογγίζει με το λαιμό και με τα μαλλιά της. Και η άλλη Μαρία, που γονατίζει σιωπηλά στα μάτια του δασκάλου, και διαλέγει την αγαθή μερίδα. Να ακούει. Να ακούει τα λόγια του, την ώρα που στάζει τη δροσιά της αυγής το περιβόλι.
Η Μαγδαληνή δεν προπέμπει τον Ιησού στον Άδη, όπως έκανε η Κίρκη και η Σίβυλλα. Αντίθετα, υποδέχεται τον άντρα που αγάπησε στους κήπους και στις ελιές, όταν εκείνος θα γυρίσει από την έκπληξη του θανάτου.
Υποδέχεται, δηλαδή, και φιλοξενεί τον αιώνιο χωρισμό, ζωντανό και λειτουργικό και νύσσοντα στη συνείδησή της. Και τον μεταμορφώνει σε βασική κατάθεση περιουσίας, που θα φυλάξει στη μυστική θυρίδα των διαλογισμών της, όσο χρόνο της μέλλεται να ζήσει.
Της μένει τώρα να θυμάται. Να θυμάται τον κλονισμό του φευγαλέου και τους δονητούς οίστρους. Τη στάση της την αρχαία με τα ανοιχτά γόνατα και τα ανοιχτά μάτια. Και τις φωνές της, καθώς ανέβαιναν στην παραλαλιά, όταν τις μεθούσε το σπίρτο του ονείρου.
Έτσι στέκεται και έτσι παντυχαίνει. Τον ζητεί καθισμένη στο λευκό μνημείο της απουσίας. Και σιγά σιγά μαθαίνει να τρώει και να πίνει τη θύμησή του, όπως οι άλλοι τρώνε και πίνουν το κρασί και τον άρτο. Και κλαίει. Κλαίει ήσυχα, τραβηγμένη σε παράμερο μέρος. Γιατί τώρα είναι που έμαθε ότι δεν θα τον ξαναγγίξει ποτέ.
Εκείνο το αγρίμι, που αγκάλιαζε τρέμοντας κάτω απ’ τα αγκάθια του λευκού θάμνου στους λόφους, έγινε το λευκό σημείο στα βάθη του σύμπαντος. Είναι και στέκει εκεί με το θάνατο του άστρου, τον αφεγγγή και τον παγωμένο στους αιώνες των αιώνων.
Στην Μαγδαληνή ότι μένει είναι μνήμη. Μονιά και μνημείο στο μυαλό της. Μέσα της έχει το λατομείο του μαρμάρου για τα αγάλματα και την αλωνιά του σταριού για τους άρτους. Τη σκηνή του κήπου τη σκέπασαν τα στερνά του λόγια: Μαρία με τα γλαρά μάτια, δεν θα μ’ αγγίξεις πια…
Και η Μαγδαληνή είναι η νύφη στα νερά. Συντροφιά με Νημερτή και Κυμοθόη, με Δωτώ και Πρωτώ, με Δεξαμένη και Φέρουσα. Είναι η συνοδός και η συμβολή σε πολιτείες και πύλες παλαιές. Το Δίπυλο, η Τρίπολη, η Πεντάπολη, το Σεπτιμόντο, ο Επτάλοφος.
Στην μορφή της Μαγδαληνής συρρέουν και ορχούνται όλες οι θεμελιώδεις κατηγορίες του θηλυκού στη διαλεκτική του με τον άνδρα:
Η άγια μητέρα Ιοκάστη. Η σταμνοφόρος στο φιλιατρό του πηγαδιού. Η μοιχαλίδα, που κυνηγιέται να λιθασθεί από τον όχλο στην πλατιά ρούγα. Η πόρνη στο πανδοχείο της νύχτας, που δίνει τους μαύρους κρίκους των ματιών της, για να πάρει τα δηνάρια του στρατιώτη της λεγεώνας των Αγριοχοίρων. Η μυροφόρος, όταν πλένει με αλόη τα πόδια του άντρα εραστή, και τα σπογγίζει με το λαιμό και με τα μαλλιά της. Και η άλλη Μαρία, που γονατίζει σιωπηλά στα μάτια του δασκάλου, και διαλέγει την αγαθή μερίδα. Να ακούει. Να ακούει τα λόγια του, την ώρα που στάζει τη δροσιά της αυγής το περιβόλι.
Η Μαγδαληνή δεν προπέμπει τον Ιησού στον Άδη, όπως έκανε η Κίρκη και η Σίβυλλα. Αντίθετα, υποδέχεται τον άντρα που αγάπησε στους κήπους και στις ελιές, όταν εκείνος θα γυρίσει από την έκπληξη του θανάτου.
Υποδέχεται, δηλαδή, και φιλοξενεί τον αιώνιο χωρισμό, ζωντανό και λειτουργικό και νύσσοντα στη συνείδησή της. Και τον μεταμορφώνει σε βασική κατάθεση περιουσίας, που θα φυλάξει στη μυστική θυρίδα των διαλογισμών της, όσο χρόνο της μέλλεται να ζήσει.
Της μένει τώρα να θυμάται. Να θυμάται τον κλονισμό του φευγαλέου και τους δονητούς οίστρους. Τη στάση της την αρχαία με τα ανοιχτά γόνατα και τα ανοιχτά μάτια. Και τις φωνές της, καθώς ανέβαιναν στην παραλαλιά, όταν τις μεθούσε το σπίρτο του ονείρου.
Έτσι στέκεται και έτσι παντυχαίνει. Τον ζητεί καθισμένη στο λευκό μνημείο της απουσίας. Και σιγά σιγά μαθαίνει να τρώει και να πίνει τη θύμησή του, όπως οι άλλοι τρώνε και πίνουν το κρασί και τον άρτο. Και κλαίει. Κλαίει ήσυχα, τραβηγμένη σε παράμερο μέρος. Γιατί τώρα είναι που έμαθε ότι δεν θα τον ξαναγγίξει ποτέ.
Εκείνο το αγρίμι, που αγκάλιαζε τρέμοντας κάτω απ’ τα αγκάθια του λευκού θάμνου στους λόφους, έγινε το λευκό σημείο στα βάθη του σύμπαντος. Είναι και στέκει εκεί με το θάνατο του άστρου, τον αφεγγγή και τον παγωμένο στους αιώνες των αιώνων.
Στην Μαγδαληνή ότι μένει είναι μνήμη. Μονιά και μνημείο στο μυαλό της. Μέσα της έχει το λατομείο του μαρμάρου για τα αγάλματα και την αλωνιά του σταριού για τους άρτους. Τη σκηνή του κήπου τη σκέπασαν τα στερνά του λόγια: Μαρία με τα γλαρά μάτια, δεν θα μ’ αγγίξεις πια…
(ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΓΚΕΜΜΑ, 1997 μ.α.χ.χ.)
Μαγδαληνή…
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ πλέον αδικημένη γυνή της ιστορίας.
Την αγάπησε ο Ιησούς και τη μίσησε το σύμπαν.
Χάριζε λένε το κορμί της αδιακρίτως.
Δε το πιστεύω, πόρνη είναι η ιστορία, μα κι έτσι να ταν …
Την καρδιά της , τη χάρισε σε έναν!
Στον πιο χαρισματικό άντρα που έζησε στην εποχή της…..
Αποδίδω φόρο τιμής στη Μαγδαληνή στο Λιαντίνη και σε Σένα…
Η άλλη Μαγδαληνή.